ασθενής

ασθενής
-ές (AM ἀσθενής, -ές)
1. ο άρρωστος
2. ο αδύναμος
αρχ.
1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ' ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος»)
2. ο ασήμαντος
3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + -σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε ευρεία χρήση στον πεζό λόγο, και, ενώ αρχικά σήμαινε τον φτωχό και τον ασήμαντο, έπειτα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει «αυτόν που δεν έχει σημαντικές δυνάμεις, τον αδύναμο», και αργότερα κατ' ευφημισμό «τον άρρωστο» (πρβλ. άρρωστος).
ΠΑΡ. ασθένεια, ασθενικός, ασθενώ (Ι)
αρχ.
ασθενώ (ΙΙ).
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αρχ. ασθενοποιός, ασθενόρριζος, ασθενόψυχος
μσν.
ασθενογενής
νεοελλ.
ασθενοφόρος
(β' συνθετικό) αρχ. εξασθενής, υπερασθενής
νεοελλ.
νευρασθενής, φιλάσθενος, ψυχασθενής).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀσθενής — without strength masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσθενῆς — ἀσθενέω pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀσθενής without strength masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀσθενής without strength masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασθενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αδύνατος, ανίσχυρος: Είναι άνθρωπος ασθενούς χαρακτήρα. 2. άρρωστος: Είναι ασθενής αρκετές μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσθένης — ἀ̱σθένης , ἀσθενέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀσθενέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασθενής αλληλεπίδραση — Ένας από τους τέσσερις γνωστούς τύπους θεμελιωδών αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα στοιχειώδη σωμάτια. H α.α. είναι ασθενέστερη από την ισχυρή (κατά έναν παράγοντα περίπου 1012) και την ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση και πολύ πιο ισχυρή από την… …   Dictionary of Greek

  • Μιᾶς γὰρ χειρὸς ἀσθενὴς μάχη. — См. Один в поле не воин …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀσθενῆ — ἀσθενής without strength neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσθενής without strength masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσθενής without strength masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσθενέστερον — ἀσθενής without strength adverbial comp ἀσθενής without strength masc acc comp sg ἀσθενής without strength neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀσθενής — ἀσθενής , ἀσθενής without strength masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσθενεστάτων — ἀσθενής without strength fem gen superl pl ἀσθενής without strength masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”